ανέρωτος

ανέρωτος
η , ο
1) не разбавленный водой; 2) любящий выпить (спиртного)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανέρωτος" в других словарях:

  • ανέρωτος — η, ο 1. (για ποτά) αυτός που δεν έχει ανακατευθεί με νερό, ο άκρατος 2. ο μπεκρής 3. φρ. «μόνο το πρώτο κερνάει ανέρωτο» μόνο στην αρχή φέρεται τίμια …   Dictionary of Greek

  • ανέρωτος — η, ο αυτός που δεν αραιώθηκε με νερό: Όλοι ήξεραν πως κρασί ανέρωτο δεν είχε πουλήσει ποτέ του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων …   Dictionary of Greek

  • απαράχυτος — ἀπαράχυτος, ον (Α) (για οίνο) εκείνος μέσα στον οποίο δεν έχει χυθεί άλλο υγρό, ανέρωτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»